- εὐλείαντος
- εὐλεί-αντος and [full] εὐλέαντος, ον, ([etym.] λεαίνω)A easily triturated, Xenocr.42;
τροφή Arist.PA674b33
: [comp] Comp., Antyll. ap. Orib.10.13.12:
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
τροφή Arist.PA674b33
: [comp] Comp., Antyll. ap. Orib.10.13.12:Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ευλείαντος — εὐλείαντος, ον και εύλέαντος, ον (Α) αυτός που λειοτριβείται, που κονιορτοποιείται ή που συνθλίβεται εύκολα («εὐλείαντος τροφή», Αριστοτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + λειαντός (< λειαίνω < λείος)] … Dictionary of Greek
ευλείωτος — εὐλείωτος, ον (Α) ευλείαντος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + λειωτός (< λειώ < λείος)] … Dictionary of Greek